- σκύφου
- σκύφοςcupmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PANTHER — Graece Πανθὴρ, Poetis pro Panthera, quasi Πανὸς θὴρ Panis fera, quia in deliciis Pani et Baccho, ut lynces et tigres: unde in scenis Veter. versatilibus semper ante Bacchi pedes, et inter satyricas vestes pantherina quoque pellis Polluci… … Hofmann J. Lexicon universale
πίτυλος — ον, Α μανιώδης, παράφορος, παράφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. πίτυλος* με σημ. «μανία, πάθος, λύσσα» ως επίθ.]. ο, ΝΑ νεοελλ. ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση βραχέων κυμάτων μεταξύ τους ή πάνω στο κύτος τού πλοίου ή πάνω στην ακτή, κν. αναμόμολα… … Dictionary of Greek
ροπάλιον — τὸ, Α [ῥόπαλον] 1. μικρό ρόπαλο 2. τμήμα κύλικα ή σκύφου … Dictionary of Greek
σκυφών — ῶνος, ὁ, Α πιθ. επικάλυμμα σκύφου ή κοίλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. πυλ ών)] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πύλου Αντωνοπούλειο — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πύλου χτίστηκε το 1956, με έξοδα του οδοντίατρου Χρήστου Αντωνόπουλου, για να στεγάσει τα πλούσια ευρήματα της Πυλίας που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Στο μουσείο στεγάζονται αγγεία, έργα μικροτεχνίας,… … Dictionary of Greek